διμηνιαία

διμηνιαία
διμηνιαίᾱ , διμηνιαῖος
two months old
fem nom/voc/acc dual
διμηνιαίᾱ , διμηνιαῖος
two months old
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διμηνιαίαν — διμηνιαίᾱν , διμηνιαῖος two months old fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διμηνιαίος — αία, ο (Α διμηνιαῑος, α, ον) αυτός που διαρκεί δύο μήνες («διμηνιαία άδεια») νεοελλ. αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται κάθε δυο μήνες («διμηνιαίο περιοδικό») αρχ. ηλικίας δύο μηνών …   Dictionary of Greek

  • νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …   Dictionary of Greek

  • Βερβί, Άλμπερτ — (Albert Verwey, Άμστερνταμ 1865 – Νόρντβικ αν Ζέε 1937). Ολλανδός ποιητής και κριτικός. Από τους βασικούς συντάκτες του Νέου Οδηγού, από το 1885 έως το 1890, ίδρυσε το 1894 μαζί με τον Βαν Ντέισελ τη Διμηνιαία Επιθεώρηση, που το 1902… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”